-
1 βεβηλώ
-
2 βεβηλῶ
-
3 βεβήλω
-
4 βεβήλῳ
-
5 βεβήλωι
βεβήλῳ, βέβηλοςallowable to be trodden: masc /fem /neut dat sg -
6 βέβηλος
βέβηλ-ος, ον, [dialect] Dor. [full] βέβᾱλος IG3.3845, Ps.- Lysisap.Iamb.VP17.75: ([etym.] βαίνω, βηλός):—A allowable to be trodden, prob. of ground (opp. ἱερός, D.H.7.8);καὶ πῶς β. ἄλσος ἂν ῥύοιτό με
;A.
Supp. 509; ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν either on profane ground or.., S.OC10;ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα Id.Fr.88
: hence generally, permitted, καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια public, current, E.Heracl. 404;ἐν βεβήλῳ Th.4.97
; βέβηλα permitted meats, Ath.2.65f.II of persons, unhallowed, = ἀμύητος, S.Fr. 154, Orph.Fr. 245; impure, E.Fr. 648;β. τε καὶ ἄγροικος Pl.Smp. 218b
;β. καὶ ἀνόσια ἐνθυμήματα Ph.2.165
: c. gen., uninitiated,τελετῆς AP9.298
(Antiphil.);ἀποδεικτικῆς μεθόδου Gal.UP12.6
. Adv.- λως Ph.1.523
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέβηλος
См. также в других словарях:
βεβηλῶ — βεβηλόω profane pres subj act 1st sg βεβηλόω profane pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλῳ — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλωι — βεβήλῳ , βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλωση — η (AM βεβήλωσις) [βεβηλώ] το να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό … Dictionary of Greek
βεβηλώνω — (AM βεβηλῶ, όω) [βέβηλος] καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του αρχ. μσν. καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον») … Dictionary of Greek
συμβεβηλώ — όω, Α βεβηλώνω κι εγώ, διαπράττω κι εγώ βέβηλη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βεβηλῶ (< βέβηλος)] … Dictionary of Greek